- ἀρτίχριστον
- ἀρτίχριστοςfresh-spreadmasc/fem acc sgἀρτίχριστοςfresh-spreadneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρτίχριστος — ἀρτίχριστος, ον (Α) αυτός που έχει πρόσφατα αλειφθεί («ἀρτίχριστον φάρμακον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + χριστος < χριστός < χρίω] … Dictionary of Greek